Σάββατο 12 Απριλίου 2008

Χίτλερ, ένας... δίκαιος ελληνολάτρης

Αναδημοσιεύω ένα άρθρο απο τα ΝΕΑ που πάει γάντι με όσα αναφέρω στο Κοίτα ποιος μιλάει

Γράφει ο Σπύρος Μαρκέτος

Κάλαμος.
Μάρτης 1944.
Ένας ταγματασφαλίτης με το πιστόλι στο χέρι οδηγεί έναν πατριώτη στον τόπο του μαρτυρίου. Πίσω ακολουθούν πάνοπλοι δύο άλλοι τσολιάδες (φωτογαφία από το βιβλίο του Β. Μαθιόπουλου). Το βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου τηρεί απόλυτη σιωπή για τα Τάγματα Ασφαλείας



ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟΥ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΤΗΣ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ. Η ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΑΝΑΤΕΘΗΚΕ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΣΕ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟΥΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΝ ΜΕ ΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ Ή ΤΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ (Ι. ΚΟΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, Κ. ΣΒΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΥ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ). ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΞΕΠΕΡΑΣΕ, ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΑΤΩ, ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΙΟ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ

Ας αντιπαρέλθουμε εδώ τις μικροατυχίες του νέου βιβλίου που απλώς δηλώνουν έλλειψη επιμέλειας ή ευρύτερης παιδείας (όπως ότι λύνεται επιτέλους ο γρίφος της ονομασίας του νταντά: «Γαλλ. dada= ξύλινο παιδικό αλογάκι», σ. 250), και κάποια πιο σοβαρά πραγματολογικά λάθη, όπως ότι ο Χίτλερ «κατήργησε μετά και από δημοψήφισμα, το 1934, τη δημοκρατία και αυτοαναγορεύθηκε πρόεδρος του Ράιχ» (σ. 104). Προσπερνούμε τις εννοιολογικές συγχύσεις (ο Άξονας επιτέθηκε «κατά του διεθνούς κράτους δικαίου», σ. 105) και τις μονοδιάστατες περιγραφές, όπως της βιομηχανικής επανάστασης που παρουσιάζεται σαν καθαρή ευλογία, χωρίς την παραμικρή αναφορά στις καταστροφικές κοινωνικές της συνέπειες- για να το πούμε αλλιώς, σβήνοντας κυνικά τον Ντίκενς και τους Άθλιους.
Δεν εκπλησσόμαστε καν από την απόλυτη σιωπή των συγγραφέων για ζητήματα όπως η παρισινή κομμούνα και ο ισπανικός εμφύλιος ή για τις κοινωνικές επιπτώσεις της Κατοχής στην Ελλάδα (και τη σύνδεσή τους με την ανάπτυξη της Αριστεράς και της Αντίστασης), για τα Τάγματα Ασφαλείας και τη λευκή τρομοκρατία μετά το 1945, και για πολλά πολλά άλλα. Απλές αβλεψίες όλα αυτά; Σαν τα λάθη στον λογαριασμό που κάνουν τα γκαρσόνια σε μερικές ταβέρνες, είναι όλες προς την ίδια κατεύθυνση.

Καλλωπισμός

Αν όμως μας ενόχλησε ο «συνωστισμός» στην προκυμαία της Σμύρνης, τότε τι να πούμε όταν γενοκτονικές μάστιγες μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, όπως ήταν η αποικιοκρατία, καλλωπίζο- νται σαν «δυναμική έξοδος των προηγμένων χωρών της Ευρώπης»; Που θεμέλιά της ήταν, μεταξύ άλλων, «η ακλόνητη πίστη στην ανωτερότητα του δυτικού πολιτισμού και στο χρέος της εξαγωγής των θεσμών και των αξιών του, καθώς και η φιλανθρωπία» (σ. 53); Τέτοιες ανοησίες δεν τις υποστηρίζει κανείς σήμερα, εκτός από λίγους νεοσυντηρητικούς στις ΗΠΑ και τη Βρετανία που προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Όχι μόνον όμως η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ, ευτυχώς, αποικιοκρατική χώρα, αλλά και η εθνική μας ιστορία περιλαμβάνει τα απελευθερωτικά κινήματα των Ιονίων, των Δωδεκανήσων και της Κύπρου, που στρέφονταν ακριβώς ενάντια σ΄ αυτή τη δήθεν ανιδιοτελή «δυναμική έξοδο των προηγμένων χωρών της Ευρώπης». Βοηθούν τέτοιες ιδέες τα παιδιά μας, που γεννήθηκαν και ζουν σ΄ έναν μεταποικιοκρατικό κόσμο; Πώς δικαιολογείται η ίδια η δομή του εγχειριδίου που, αποτυπώνοντας μια ακραία συντηρητική αντίληψη περί Ιστορίας, εστιάζει σε νικηφόρες μάχες, ηρωικούς άθλους μεγάλων ανδρών και διπλωματικές δοσοληψίες, ενώ αφήνει τα παιδιά αθώα σε ζητήματα συνάρθρωσης της κοινωνικής, της πολιτικής και της πολιτισμικής ιστορίας; Γιατί οι συγγραφείς, δίνοντας έμφαση σε απίθανες πραγματολογικές λεπτομέρειες, αδιαφορούν επιδεικτικά για την καλλιέργεια της κριτικής κατανόησης του παρελθόντος και των ευρύτερων διαδικασιών της ιστορικής αλλαγής; Είναι επιτρεπτό να προτείνουν ως βιβλιογραφία σ΄ ένα σχολικό εγχειρίδιο κατά βάση τα ίδια τα δικά τους έργα (σ. 252);
Πώς εξηγείται άραγε η πάγια μεροληψία του βιβλίου υπέρ της άκρας Δεξιάς, όπως όταν αποσιωπά τον ρόλο της Εθνικής Εταιρείας στον καταστροφικό πόλεμο του 1897, και αποφεύγει εντελώς ν΄ αναφερθεί στα αίτιά του· ή όταν επαναλαμβάνει το γνωστό ψέμα πως το ΙΚΑ συστήθηκε επί Μεταξά (σ. 107) και όχι από τις προηγούμενες δημοκρατικές κυβερνήσεις; Γιατί απαλλάσσονται οι ΗΠΑ από τις ευθύνες τους για τη χούντα του 1967-74 (απλώς τηρούσαν «μια στάση ανοχής προς τους δικτάτορες», σ. 158); Γιατί δυσάρεστες αλήθειες παρουσιάζονται σαν να ήταν υποκειμενικές και αβέβαιες εκτιμήσεις (η συνέχεια της προηγούμενης πρότασης: «Αυτό προκάλεσε την αντίδραση του ελληνικού λαού, που απέδωσε στις ΗΠΑ την επιβολή και την επιβίωση του τυραννικού καθεστώτος»);



Ένα κομματικό κατασκεύασμα, και μάλιστα χαμηλής ποιότητας

Ο τρόπος που ο Χίτλερ δικαιολογούσε την επίθεσή του κατά της Ελλάδας δημιουργεί παραπλανητικές εντυπώσεις αν ο λόγος του αποσπασθεί από το ιστορικό του πλαίσιο. Αυτό όμως κάνουν οι συντάκτες της Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου


Γενικά ο τρόπος που οι συγγραφείς του εγχειριδίου Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου αντιμετωπίζουν τον φασισμό είναι προβληματικός. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το νέο εγχειρίδιο εγγράφεται σ΄ αυτό που ο Σλάβοϊ Ζίζεκ χαρακτήρισε «ένα ευρύτερο ιδεολογικό και πολιτικό σχέδιο ν΄ αλλάξουν οι όροι του μεταπολεμικού συμβολικού συμφώνου της ευρωπαϊκής ταυτότητας, το οποίο βασιζόταν στην αντιφασιστική ενότητα». Αλλά και σε πολλά άλλα σημεία, αποπνέοντας ακηδία, ημιμάθεια, υποκρισία και σκοταδισμό, αποτυπώνει τα πολιτισμικά ελλείμματα και τον πολιτικό αυταρχισμό μιας παλιότερης ελληνικής Δεξιάς, και σίγουρα δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες ενός σύγχρονου σχολείου.
Τελικά, το υπουργείο Παιδείας αξιοποίησε την επίθεση της άκρας Δεξιάς ενάντια στο προηγούμενο βιβλίο για να επιβάλει στις σχολικές αίθουσες ένα κομματικό κατασκεύασμα, και μάλιστα χαμηλής ποιότητας. Τα Ιδρύματα Καραμανλή έχουν κάθε δικαίωμα να γράφουν τη δική τους εκδοχή της Ιστορίας, αλλά δεν έχουν κανένα δικαίωμα να την κάνουν υποχρεωτικό και αποκλειστικό εγχειρίδιο για την ελληνική νεολαία. Η πολυφωνική διδασκαλία της Ιστορίας στο σχολείο είναι για όλες και όλους μας ζήτημα δημοκρατίας.
Πρέπει επιτέλους ν΄ αποφασίσουμε αν θέλουμε μια Ιστορία ναρκωτικό ή, αντίθετα, μια Ιστορία που να ξυπνά τη συνείδηση των παιδιών και να τα βοηθά ν΄ αντιμετωπίσουν τα τεράστια προβλήματα που άλυτα τούς παραδίνει η δική μας γενιά. Αυτό που σίγουρα δεν χρειάζονται καθόλου μα καθόλου είναι ιστορίες όπου ο Χίτλερ απεικονίζεται σαν δίκαιος και νηφάλιος ελληνολάτρης.


ΟΙ ΑΝΕΞΟΔΟΙ ΕΠΑΙΝΟΙ ΤΟΥ ΦΥΡΕΡ

Ακόμη χειρότερα, το βιβλίο του καθηγητή που συνοδεύει το νέο αυτό εγχειρίδιο είναι πιθανότατα το μόνο παγκόσμια σχολικό βιβλίο που αναφέρει επιδοκιμαστικά τον Χίτλερ, προβάλλοντάς τον με τέτοιον τρόπο ώστε να γίνεται συμπαθής. Αυτό συμβαίνει στο σημείο (σ. 134) όπου, για ακατανόητους λόγους, ζητείται να δοθεί στους μαθητές ένα εδάφιο που παρουσιάζει τον αρχηγό του ναζισμού σαν οξυδερκή θαυμαστή των εθνικών μας αρετών:
Ο στρατάρχης φον Λιστ,στην ημερήσια διαταγή του δήλωσε ότι «οι Έλληνες υπερασπίσθησαν την πατρίδα των γενναίως».Και τέλος,στις 4 Μαΐου,σε λόγο του προς το Ράιχσταγ,ο Χίτλερ θα πει:“« ιστορική δικαιοσύνη όμως με υποχρεώνει να διαπιστώσω,ότι από όλους τους αντιπάλους που αντιμετωπίσαμεν,ο Έλλην στρατιώτης ιδίως επολέμησε με ύψιστον ηρωισμόν και αυτοθυσίαν.Εσυνθηκολόγησε μόνον όταν η εξακολούθησις της αντιστάσεως δεν ήτο πλέον δυνατή και δεν είχε κανένα λόγο» (Άγγελος Τερζάκης, Ελληνική Εποποιία 1940-1941, Αθήνα 1964, σ.204). Αποσπώντας τον λόγο του Χίτλερ από το ιστορικό του πλαίσιο, αναπαράγοντάς τον από τρίτο χέρι και αφήνοντάς τον ανερμήνευτο, οι συγγραφείς κατορθώνουν να δώσουν την εντύπωση ότι ο ρατσιστής ηγέτης του ναζισμού διερμήνευε αυθεντικά την «ιστορική δικαιοσύνη» και ήταν μάλιστα φιλέλληνας. Όσον αφορά το δεύτερο, βέβαια, οι πραγματικές του αντιλήψεις φάνηκαν από τη σχεδόν γενοκτονική στάση των αρχών κατοχής και δεν χρειάζεται να συσκοτίζονται με τέτοια παραθέματα. Όσον αφορά το πρώτο, οι Έλληνες εκείνης της εποχής, με εξαίρεση βέβαια τους φιλοφασίστες, που η ύπαρξη και η δράση τους αποσιωπούνται στο βιβλίο, δεν έπαιρναν τις δηλώσεις του τόσο τοις μετρητοίς. Άλλοι, ακόμη και πολύ συντηρητικοί, αντέδρασαν αλλιώς στον συγκεκριμένο λόγο:
Στο λόγο αφθονούσαν τα ψέματα και οι ύβρεις. [...] Στον λόγο του εκείνον ο Χίτλερ [...] για την Ελλάδα,ανέφερε ότι η Ιταλία,τον Οκτώβριο του 1940,είχε διαπιστώσει σειρά παραβιάσεων της ουδετερότητάς της εις βάρος της [...] Έτσι,συνέχιζε ο Χίτλερ,είχε τερματιστεί η ειρήνη στα Βαλκάνια.Προχωρώντας πρόσθετε ότι η Ελλάδα δεν είχε καμιά ανάγκη από τις βρετανικές εγγυήσεις,συνέδεε όμως την τύχη της «με την τύχη των χρηματοδοτών και εντολοδόχων του βασιλικού της αυθέντου»,και έκανε διάκριση ανάμεσα στην κλίκα που κυβερνούσε την Ελλάδα και στον ελληνικό λαό,του οποίου εξήρε τις αρετές.Κατηγορούσε τους Άγγλους γιατί ήθελαν να δημιουργήσουν προγεφύρωμα στη Θεσσαλονίκη και αυτό τάχα είχε αναγκάσει τη Γερμανία να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδος,πράγμα που γι΄ αυτόν ήταν πολύ θλιβερό και πικρό,γιατί ενώ ως Γερμανός έτρεφε- λόγω της μορφώσεώς του- μεγάλο σεβασμό για τον ελληνικό πολιτισμό και τις ελληνικές τέχνες,έβλεπε αυτή την εξέλιξη και δεν μπορούσε να τη μεταβάλει.Όταν έφτασα στην παράγραφοόπου ο Χίτλερ διαβεβαίωνε πόσο επιθυμούσε την ειρήνη,επικαλούμενος ως μάρτυρά του το Θεό,πέταξα την εφημερίδα.
Ο νεαρός που, διαβάζοντας τον ίδιο λόγο στην εφημερίδα, αποκρυπτογραφεί αβίαστα τον στόχο των χιτλερικών κολακειών, δεν είναι κανένας κομμουνιστής αλλά ο μελλοντικός πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης (Γεώργιος Ι. Ράλλης, Κοιτάζοντας πίσω, Ερμείας, Αθήνα 1993, σ. 264). Και αντέδρασε σωστά στα χιτλερικά φληναφήματα, πετώντας την εφημερίδα οργισμένος, ενώ αντίθετα οι συγγραφείς ζητούν σήμερα από τα παιδιά μας να καταπιούν άκριτα τους ανέξοδους επαίνους του Φύρερ, χωρίς δεύτερη προσέγγιση, χωρίς στοχασμό.

Ο Σπύρος Μαρκέτος είναι επ. καθηγητής Ιστορίας των Ιδεών στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: